ἀκέντριστος

ἀκέντριστος
ἀκέντριστος
stingless
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακέντριστος — η, ο (Α ἀκέντριστος, ον) [κεντρίζω] 1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα) 2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο 3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί …   Dictionary of Greek

  • ακέντριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τρυπήθηκε με κεντρί: Οι σφήκες ήταν τόσο πολλές που δεν άφησαν κανένα ακέντριστο. 2. αυτός που δεν μπολιάστηκε: Πολλές αγριαχλαδιές ήταν ακέντριστες. 3. αυτός που δεν παρακινήθηκε: Ακέντριστος δεν εννοούσε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκεντρίστους — ἀκέντριστος stingless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… …   Dictionary of Greek

  • ακέντρωτος — η, ο [κεντρωτός] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κεντρίσει, δεν τόν έχουν τρυπήσει με κεντρί 2. ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος …   Dictionary of Greek

  • ακέντητος — η, ο 1. αυτός που δεν κεντήθηκε με κεντρί, ακέντριστος: Απορούσε που οι μέλισσες τον είχαν αφήσει ακέντητο. 2. αυτός που δεν είναι στολισμένος με κεντήματα: Και ακέντητο το φόρεμα ήταν ωραίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”